06-21-2025 18:19
Κέρκυρα
- Κατηγορία: Κέρκυρα
Η Λόπη

3 Ιουνίου 2021
"δε πουγιεται" IV
Η ΛΟΠΗ
Γράφει ο Γιώργος Καγκουρίδης
Τσείχε βγάλει το Θέο της. Από μικρήνε τήνε πήρε ο Χαρίλαος. Εγέννησε η γαϊδούρα του γειτόνου και τ’ αγόρασε το φορτίκι. Είδος χρειαζούμενο. Ποιός θα του κουβάλουνε τα ξύλα, το γέννημα, τσι εγιές, το σανό, τον ίδιονε; Αμηδά είχανε βγει τα Ντατσούν;
Η κυρά Παρθενόπη, το συμμάζωξε το γαϊδουράκι. Θηλυκό. Τση πόνουνε. Δεν τσείχε δώκει παιδιά ο Θέος και την είχε σα παιδί της. Τη κανάκευε, τη ξύστριζε, τη τάϊζε, τη πρόσεχε. Σα παιδί της την είχε. Την έγνοια της είχε όλη μέρα, μέχρι ραπανάκια και μήλα τσήδινε και λίγο ζάχαρη στα κρουφά από το Χαρίλαο. Τσ’ άλλαζε το σανό στη ντέζα, να την έχει πάντα καθαρήνε. Τη φοραδίτσα. Τί φοραδίτσα την ήλεγε τη γαϊδούρα, έτσι, για να παίρνει απάνου τση.
Αυτός; Αυτός εκοίταε πότε θα μεγαλώσει να τήνε βάλει να δουλέψει, να του βγάλει το έξοδο. Διότι αφέντης τση ήτο κι ό,τι ήθελε την έκανε. Και νηστικιά, που λέει ο λόγος, να την άφηνε, γούστο του καπέλο του. Αφέντης τση δεν ήτο; Όχι, βέβαια που θα την άφηνε νηστικιά να του ψοφίσει σα το γάϊδαρο του Χότζα. Όχι! Κουτός ήτανε; Αυτός την ήθελε ζωντανήνε να τήνε σταντεύει.
Εμεγάλωσε η γαϊδουρίτσα κι όπως όλες οι γαϊδουρίτσες εμπήκε στο ζυγό. Τα πάντα έκανε. Και πέταλα τον άφηκε να τση βάλει και τα ξύλα του κουβάλουνε και τσι εγιές του και τσι βιτσιές του εκαρτέρουνε στην ανηφόρα που δε τήνε πέρνανε τα ποδάργια τση από το φόρτωμα και τα πάντα όλα του έκανε του αφέντη τση, του λεβέντη και του καραμπουζουκλή του Χαρίλαου. Να μη τα λέμε όλα τώρα. Σκετό Ντατσούν 4Χ4 εγίνηκε και προ Ντατσούν μάλιστα.
Η γαϊδουρίτσα εμεγάλωσε, τήνε ζευγαρώσανε κι έκανε κι αυτή το δικό της γαϊδουράκι. Η Παρθενόπη εξετρελάθηκε. Όμορφο που ήτανε…
Τώρα κοίτα να ιδείς πως έρχονται τα πράματα. Επήγε η Παρθενόπη ν’ αλλάξει το σανό τση φοραδίτσας και την έπιακε ζαλάδα. Έπεσε. Την είδε η γειτόνισσα, την άσκωσε, την επήγε μέσα. Εσυνήρθε.
- Τι έχεις, μωρή;
- Δεν ηξέρω, κάτι σα δείγια μ’ έπιακε.
Τσήπιακε το κούτελο, πυρετό δεν είχε.
- Μην είσαι ματιασμένη;
Τσήκανε το ξόρκι, δεν ανασκαμνιζόντανε.
- Θέρμη δεν έχεις, ματιασμένη δεν είσαι, μην είσαι γκαστρωμένη μωρή;
- Αφού δε πιάνομαι…
Έφυγε η γειτόνισσα κι αυτή επήγε στα εικονίσματα.
- Λες, Παναΐα μου;
Δάκρυτα εγιομίσανε τα μάτια τση. Έπιανε τη κοιγιά τση. Επήγε στη φοραδίτσα και την αγκάγιασε από το λαιμό. Εούτη σα να τση χαμογέλουνε. Έτσι τση κάστηκε. Δεν είπε τίποτις του Χαρίλαου να σιγουρευτεί. Σιγουρεύτηκε.
- Χαρίλαε, ο Θέος μας εχάρισε παιδί. Μη πεις τίποτις σε καένανε αλλά γκαστρωμένη είμαι.
Εβουρλίστηκε ο Χαρίλαος. Τι να μη πει; Βούκινο τόκαμε. Όλο το καφενείο εκέρασε. Έλαμπε ολόκληρος. Κι άμα εβγήκε και το σερνικό, μόνο που τη Μάντζαρο δεν ήφερε.
Η Παρθενόπη καλή γέννα είχε. Ο Άγιος! Μόνο που τσήκοψε το γάλα. Τση πέτρωσε το στήθος και μόνη τση, ένα βράδυ που δεν άντεχε από τσου πόνους, τ’ άνοιξε με το ξουράφι να βγει το έμπιο. Έτσι είχε ακούσει που εκάνανε.
Του παιδιού γάλα τση γαϊδούρας τούδινε. Μ’ αυτό το εμεγάλωνε. Και πήρε απάνου του αυτό, έ κάτι πορπετόνια πούκανε. Κι όταν είχε τα λαιμά του και κοκίτη, από το γάλα τση γαϊδούρας τούδινε. Κι έγιανε.
Τώρα τη γαϊδούρα δε τσου πήγαινε να τήνε λένε άλλο γαϊδούρα ή φοραδίτσα. Λόπη τήνε βγάλανε και το γαϊδουράκι της Λοπίτσι. Κι όταν ο Χαρίλαος επήγε να τα σταντέψει στη δουγειά η Παρθενόπη του όρμησε να τόνε φάει.
- Μη κουτήσεις να τ’ αγγίξεις. Σου κόβω με τη δίκοπη το χέρι.
- Καλά Παρθενόπη μου, καλά! Ο άντρας μου τι κάνει;
ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΟΝ ΔΟΚΙΜΑΖΟΜΕΝΟ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ ΛΑΟ
ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ Α.Δ.Ε.Δ.Υ. ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΟΝ ΔΟΚΙΜΑΖΟΜΕΝΟ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΟ ΛΑΟ Δευτέρα 23 ΙΟΥΝΗ – ΩΡΑ 7:00 μ.μ. στην ΑΝΟΥΝΣΙΑΤΑ Η Ε.Γ. του Ν.Τ....