04-29-2025 22:01
Κέρκυρα
- Κατηγορία: Πολιτισμός
Λαχτάρησα ασβέστη

Γράφει η Νίνα Γεωργιάδου
ΛΑΧΤΑΡΗΣΑ ΑΣΒΕΣΤΗ,
μέσα στη γενική μαυρίλα και τις λασποβροχές.
Σαν τη λαχτάρα για μια κρύα μπύρα, στην κάψα του καλοκαιριού.
Αλλόκοτες λαχτάρες σε αλλόκοτους καιρούς.
Ασβέστη από λειωμένο δολομίτη και σπασμένα μάρμαρα, σε πυρωμένο, πέτρινο καμίνι.
Να αραιώνει αργά στον τενεκέ, μέχρι να γίνει μαλακός, σα στραγγιστό γιαούρτι.
Μια κουταλιά λουλάκι, να γίνει το άσπρο, ξέξασπρο.
Χοντρό αλάτι στο φινίρισμα, μη μαγαρίζονται τα σκούρα, σαν ακουμπά η πλάτη για ξεκούραση.
Ασβέστη και μια ταβανόβουρτσα, για τις πεζούλες, που χωρίζουν τα δαμάκια του αμπελιού, να φύγει το χώμα που σωρεύτηκε απ’ τους αέρηδες, να σβήσουνε οι χαρακιές απ’ τις λασποβροχές, να γίνουν οι πεζούλες γάλα και να κοντράρουν το πράσινο και το πορτοκαλί των κατιφέδων.
Να αστράφτει η στρογγυλή καμάρα της αυλής και να αντιφεγγίζει το μενεξελί των δειλινών απ’ τον απέναντι ορίζοντα.
Να βγούνε ασπροπρόσωποι οι λερωμένοι τοίχοι, με όλους τους πόρους ανοιχτούς για να μπορούν τα σπίτια να ανασαίνουν.
Να βγούνε ασπροπρόσωπα τα δώματα, να διώχνουνε την κάψα από τις θερινές, κάθετες εφορμήσεις του ήλιου, να γιατρευτούν οι απορροές της λάσπης που κατεβαίνουν, σαν ξεραμένο αίμα και να γράψει ο Ρίτσος, στον Επιτάφιο,
«…Θα καρτερά τα χνώτα σου, το ασβεστωμένο δώμα».
Ασβέστη και στον τρούλο του πέτρινου φούρνου, να γίνει σαν τσόφλι αυγού ασπρόφτερης πουλάδας, για να μαυρίσει ξανά, χαλάλι, όταν οι φλόγες των καμένων αχινοποδιών γλείψουν τη θολωτή του πόρτα, για να μυρίσει τσίκνα η Ανάσταση.
Να ασβεστωθούνε οι κορμοί των λεμονόδεντρων, να καεί ο περονόσπορος και απ’ τις σταξιές στο χώμα, να μαραθεί η μουχρίτσα.
Να ασπριστούν οι τενεκέδες του λαδιού, να φύγει η μούργα με καυτό νερό και ξύδι, για να δεχτούνε δυόσμους και βασιλικά.
Στα βιαστικά ασπρίσματα, στις άκρες των στενορυμιών, να πέφτουν οι σταξιές του ασβέστη στα τσιμέντα, σαν το πιτσιλισμένο γάλα δίπλα στα χείλη του μωρού.
Να ασβεστωθούν οι άκρες των σκαλοπατιών, να φεγγίζουν τη νύχτα τα κατεβάσματα, δίχως τα μπουρδουκλώματα που φέρνει το σκοτάδι.
Ένα σβώλο ασβέστη μέσα στο βρόχινο που μάζεψε η στέρνα στις λιγοστές νεροποντές του άνυδρου τόπου, να καθαρίσει το νερό και να το πιούνε, γάργαρο, οι ρίζες.
Δυο κουταλιές ασβέστη στη λεκάνη να σφίξουν τα ξεσποριασμένα ντοματάκια, να μείνουν τουρλωτά μες στο σιρόπι, με τραγανή την πέτσα τους.
Να γίνει ο ασβέστης κιμωλία, να γράφουν τα παιδιά, στο μαυροπίνακα, όνειρά, που θα κοντράρουν τη μαυρίλα κι ας είναι μόνο δύο και δύο, τέσσερα.
Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη.

Απαντούμε στον πόλεμο που κήρυξε η κυβέρνηση με μέτωπο αγώνα!
Σε μια συγκυρία όπου ο δημόσιος διάλογος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών έχει οξυνθεί εκ νέου, οι Ανεξάρτητες Αυτόνομες Αγωνιστικές Ριζοσπαστικές Παρεμβάσεις – Κινήσεις – Συσπειρώσεις...