08-15-2025 9:24
Κέρκυρα
- Κατηγορία: Διεθνή
Η «χαμένη» ανεξαρτησία της Ε.Ε.: ΗΠΑ και Κίνα (Μέρος 1ο)

Γιώργης-Βύρων Δάβος - kosmodromio.gr
Γιατί η Ευρώπη έχει χάσει πλέον και την παραμικρότερη πιθανότητα να αποτελέσει έναν αυτόνομο, αυτάρκη και αυτεξούσιο πόλο στη νέα διαίρεση του κόσμου.
Ηαποτυχία στην προσπάθεια ενός εμπορικού συμβιβασμού με την Κίνα και η «παράδοση» της Ε.Ε. στους αμερικανικούς δασμούς, σε συνδυασμό με την αποδοχή της εξάρτησης της ηπείρου από την αμερικανική ενέργεια, απέδειξε περίτρανα πως η Ευρώπη έχει χάσει πλέον και την παραμικρότερη πιθανότητα να αποτελέσει έναν αυτόνομο, αυτάρκη και αυτεξούσιο πόλο στη νέα διαίρεση του κόσμου.
Το (σκόπιμο μήπως;) αδιέξοδο στην προσέγγιση με την Κίνα, μέλους των BRICS, που δυνητικά στο μέλλον θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα αντίπαλο δέος στη γεωστρατηγική και εμπορική επιθετικότητα των ΗΠΑ που αποτελεί φαγοκύτη για την ανάπτυξη κι ευημερία της Ευρώπης, αναγκαστικά την αφήνει άθυρμα στις αμερικανικές ορέξεις, καθώς η εκτελεστική εξουσία στις Βρυξέλλες είναι ανίκανη να χαράξει μία σοβαρή εναλλακτική πορεία, που θα αποτρέψει την οικονομική καταρράκωση και την γεωπολιτική ανασφάλεια.
Με φύλλο συκής τις διαφορές στις πολιτικές για το κλίμα (γελοίο πρόσχημα την ώρα που η Ε.Ε. ενταφιάζει χάριν των εξοπλιστικών προγραμμάτων και της καιροσκοπικής υποχώρησης στην αγροτική παραγωγή το Green Deal), η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις, αφήνοντας ανεκμετάλλευτη μία μεγάλη ευκαιρία να περισώσει ό,τι μπορεί από μία σημαίνουσα συνεργασία. Όχι απλά με το Πεκίνο, αλλά και μ’ εκείνο το πλέγμα των εμπορικών εταίρων του, στο πλαίσιο των BRICS ή της υπόλοιπης κινεζικής οικονομικής διείσδυσης σε αναδυόμενες οικονομίες στην Αφρική, τη Νότια Αμερική, τη Νοτιοανατολική Ασία. Αποκτώντας έτσι νέο ζωτικό χώρο για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, οι οποίες σε λίγο θα στραγγαλισθούν από την αμερικανική μονοφαγία.
Μία πιο ελαστική προσέγγιση με την Κίνα θα έλυνε το βασικό πρόβλημα της ανισορροπίας στο εμπορικό ισοζύγιο (στα 305,8 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024) ανάμεσα στις δύο περιοχές, καθώς η βασική ανησυχία για την Ευρώπη παραμένει η βιομηχανική υπερπαραγωγή της Κίνας. Ιδιαίτερα στους τομείς των ηλεκτρικών αυτοκινήτων και της πράσινης τεχνολογίας, όπου η Ευρώπη υστερεί έχοντας χάσει το παιχνίδι, στην έρευνα την ανάπτυξη και την παραγωγή. Παράλληλα, οι κινεζικές εξαγωγές, που υποστηρίζονται από τεράστιες κρατικές επιδοτήσεις, σε αντίθεση με την αδυναμία της Ε.Ε. να επιδείξει έστω κι έναν στοιχειώδη κεντρικό σχεδιασμό, αποτελούν σοβαρή απειλή για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, οι οποίες δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις εταιρείες που διατηρούν τις τιμές τους τεχνητά χαμηλές, με μία παράλληλη συνεχή υποτίμηση του κινεζικού γουάν, που ευνοεί τις εξαγωγές και επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των Ευρωπαίων παραγωγών.
Κι αυτό σε συνδυασμό με τον παράλληλο προστατευτισμό που εφαρμόζει η Κίνα στην πρόσβαση ευρωπαϊκών προϊόντων στην αγορά της, δημιουργείται ένα χάσμα, το οποίο μόνο με μία γενναία απόφαση από πλευράς της Ε.Ε. για τη συνεργασία στην ανάπτυξη κοινών προγραμμάτων και προϊόντων κλπ θα μπορούσε να το γεφυρώσει, δημιουργώντας αναπτυξιακό χώρο και για τις ευρωπαϊκές εταιρείες κι επενδύσεις που μπορούν να αποφέρουν κέρδος έξω από το κορεσμένο ευρωπαϊκό τοπίο. Εν τούτοις, η Ε.Ε. επιλέγοντας να προσδεθεί στο αμερικανικό δρεπανηφόρο άρμα -που θερίζει στην τρελή πορεία του και τους συμμάχους- κλείνει σημαντικές πόρτες, όλο και περιθωριοποιείται και καταλήγει δουλοπάροικος του αμερικανού αφέντη. Ο οποίος μάλιστα του στερεί κι όλες τις δυνατότητες να επιτύχει μία αυτοτελή ανάπτυξη, αναζητώντας μη δαπανηρές λύσεις.
Έχοντας ακρωτηριασθεί ενεργειακά, επενδυτικά, εμπορικά και διπλωματικά με την εχθρική στάση της απέναντι στη Ρωσία, η Ε.Ε. είναι αναγκασμένη τώρα, ακολουθώντας την Ουάσιγκτον στον οικονομικό πόλεμο με την Κίνα, να παραμείνει αποκλεισμένη και από έναν σημαντικό προμηθευτή σε στρατηγικές πρώτες ύλες, ιδίως σε σπάνιες γαίες, για τις οποίες η Κίνα είναι ο αδιαμφισβήτητος παγκόσμιος ηγέτης. Οι πρόσφατοι περιορισμοί του Πεκίνου έχουν προκαλέσει προσωρινές διαταραχές στις ευρωπαϊκές γραμμές παραγωγής σε διάφορους κρίσιμους τομείς, εκθέτοντας το επίπεδο εξάρτησης και ευπάθειας των ευρωπαϊκών αλυσίδων εφοδιασμού. Φερ’ ειπείν, τον Ιούνιο του 2025, οι κινεζικές εξαγωγές σε μαγνήτες από σπάνιες γαίες στην Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 245% σε σύγκριση με τον Μάιο, αλλά παρέμειναν 35% χαμηλότερες από το προηγούμενο έτος. Η δε πολιτική των ΗΠΑ απέναντι σε άλλες χώρες παραγωγούς σπάνιων γαιών, πχ τη Βραζιλία, μέλος των BRICS που «τιμωρείται» με δασμούς 50%, δυσχεραίνει την προσπάθεια της Ε.Ε. να τις προσεγγίσει υπό το φόβο αντιποίνων από την Ουάσιγκτον.
Από την άλλη, οι γεωπολιτικές σχέσεις όσον αφορά τις θέσεις ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κίνα για τη Ρωσία και το Ουκρανικό, ζήτημα στο οποίο η Ε.Ε. όχι μόνον ακολουθεί τις ΗΠΑ, αλλά και πλειοδοτεί αυτοκτονικά κι ολέθρια, συνιστά ακόμη μία αγεφύρωτη διαφορά. Η ευρωπαϊκή διπλωματία συνεχίζει να αξιώνει από το Πεκίνο να πιέσει τη Ρωσία για κατάπαυση του πυρός, ενώ η Κίνα διατηρεί μια θέση «αμφιλεγόμενης ουδετερότητας», η οποία στην πράξη μεταφράζεται σε συνεχή υποστήριξη προς τη Μόσχα, που αποδεικνύεται πιο επωφελής από την ευρωπαϊκή εχθρότητα.
Μάλιστα, ο Σι Τζινπίνγκ, είχε δηλώσει κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής ότι οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη δεν προκαλούνται από την Κίνα. Και υπαινίχθηκε στις Βρυξέλλες να διαχειριστούν καλλίτερα τις εσωτερικές και εξωτερικές τους τριβές, δείχνοντας πως το Πεκίνο γνωρίζει πως θα είναι προς όφελός του η διατλαντική ένταση κι οι δασμοί. Μολαταύτα, η Ε.Ε. έδειξε πως δεν προτίθεται να δεχθεί συμβουλές και να τολμήσει ανοίγματα προς τον Σι, προτιμώντας να επαναλαμβάνει το μάντρα της διαρθρωτικής ανισορροπίας στις εμπορικές κι άλλες σχέσεις της με την Κίνα, που μολονότι δεν είναι μεγαλύτερες από αυτές που έχουν δημιουργηθεί σε σχέση με τις ΗΠΑ (και θα επιδεινωθούν στο μέλλον) προτιμά από τα δύο κακά το πιο μεγάλο.
Και η συμφωνία της φον ντερ Λάιεν με τον Ντόναλντ Τραμπ να δεσμευθεί η Ευρώπη να αγοράσει ενεργειακά αγαθά αξίας 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων, να επενδύσει 600 δισεκατομμύρια δολάρια στις Ηνωμένες Πολιτείες και τέλος να αγοράσει «τεράστιες ποσότητες στρατιωτικού εξοπλισμού» -ως μέτρο, τάχα, να «επανεξισορροπηθεί» η εμπορική ανισορροπία- θα οδηγήσει την Ε.Ε. σε ακόμη μεγαλύτερο παραγωγικό μαρασμό και σίγουρα πληθωρισμό.
Η δουλικότητα με την οποία η φον ντερ Λάιεν παραδέχθηκε πως σημείο εκκίνησης των διαπραγματεύσεων ήταν το ευρωπαϊκό εμπορικό πλεόνασμα και το αμερικανικό έλλειμμα και ότι ήταν απαραίτητη μια αναπροσαρμογή κι ότι για να αποκατασταθεί η ισορροπία στο εμπόριο, οι Ευρωπαίοι πρέπει να αγοράζουν περισσότερα αγαθά από την Αμερική, πέρα από την οικονομική διάσταση δημιουργεί και διπλές εσωτερικές ανισορροπίες στα ίδια τα μέλη της Ε.Ε.. Τόσο γιατί θα πληγούν πολλά εθνικά προϊόντα DOC (κυρίως αγροτοδιατροφικά), πράγμα για το οποίο διαμαρτύρονται γοερά ακόμη και τα μεγάλα αφεντικά του αγροτοδιατροφικού λόμπι, αλλά κυρίως γιατί προκύπτουν σημαντικά ζητήματα στο τι θα αγοράσουν από τις ΗΠΑ και σε ποιες ποσότητες, τα μέλη της Ε.Ε.. Επί παραδείγματι, μια χώρα με μεγάλες μονάδες πυρηνικής ενέργειας, όπως η Γαλλία, θα αγοράσει λιγότερο αμερικανικό φυσικό αέριο από μια χώρα χωρίς τέτοιες ενεργειακές δυνατότητες, όπως η Ιταλία. Ενώ μία που καλείται να επιδοτήσει τους ενεργειακούς λογαριασμούς των εταιρειών της, όπως η Γερμανία, θα κληθεί να προστατεύσει την οικονομία της από τις ακριβές αγορές φυσικού αερίου.
Επίσης, υπάρχουν χώρες-μέλη με σημαντική αμυντική βιομηχανία ακόμη και σε παγκόσμια κλίμακα, όπως η Γαλλία, οι οποίες δεν μπορούν να είναι ευχαριστημένες που η Ευρώπη θα κληθεί να εξισορροπήσει το εμπορικό ισοζύγιο αγοράζοντας αμερικανικά όπλα. Ιδίως δε, τούτη η στρατιωτική πτυχή αμφισβητεί επίσης τις όποιες αυτοτελείς στρατηγικές φιλοδοξίες της Ευρώπης -που πάλι ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η Γερμανία υποδαυλίζουν, προκειμένου να στηρίξουν τη στρατιωτική βιομηχανία, τη μόνη που τους έχει απομείνει κερδοφόρα. Για τον λόγο τούτο, ο Μακρόν κι η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν αμέσως καυτηρίασαν τη λεόντεια για τους Αμερικανούς συμφωνία.
Η δε αμερικανική ακαμψία σ’ ό,τι αφορά τον χάλυβα, το αλουμίνιο, τα φάρμακα και τα μικροτσιπ διακυβεύει άμεσα την όποια ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία κι οικονομική ανεξαρτησία, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει -ειδικά όταν οι περιφερειακές συγκρούσεις που την αφορούν συνεχίζονται αμείωτες- και τα όπλα φτάνουν από μια τρίτη χώρα, όσο «συμμαχική» κι αν είναι αυτή.
Η απαίτηση μάλιστα του Τραμπ από την Ευρώπη να σταματήσει τα αιολικά πάρκα και να περιορίσει τις εισερχόμενες μεταναστευτικές ροές είναι ενδεικτική του πόσο θέλει την Ευρώπη έναν βολικό δορυφόρο του. Οι ανεμογεννήτριες, σύμφωνα με τον Τραμπ, είναι «ακριβές», δεν μπορούν να ανακυκλωθούν, «καταστρέφουν το τοπίο» και «σκοτώνουν πουλιά» (τρομάρα του, λες και οι πετρελαιοπηγές που προάγει είναι ειδυλλιακές και δεν ρυπαίνουν) -αλλά το κυριότερο «είναι όλες κινεζικές». Βέβαια, η Αμερική δεν εξάγει ανεμογεννήτριες, ούτε δίνει σπάνιες γαίες και μαγνήτες, ούτε ηλιακούς συλλέκτες και μετατροπείς. Όλα τούτα είναι προϊόντα που εξάγει η Κίνα. Οι Τραμπ και φον ντερ Λάιεν δήλωσαν ότι αυτή η συμφωνία «μας φέρνει πιο κοντά» και ταυτόχρονα αποστασιοποιεί την Ευρώπη από την Κίνα. Μόνο που το αλμυρότατο τίμημα της προσέγγισης τούτης θα το πληρώσουν μόνον οι Ευρωπαίοι.

«Μπελλαντόνες στο Λιθάρι»: Παρουσίαση του νέου βιβλίου της Βούλας Τζιλιάνου - Κυριακή 17/8
Η παρουσίαση του βιβλίου της Βούλας Τζιλιάνου "Μπελλαντόνες στο Λιθάρι" θα γίνει στις 17/8 στην αίθουσα της Φιλαρμονικής Γαστουρίου "Ομόνοια" στις 7:00 μ.μ.-Μια μοναδική συλλογή...

Κώστας Βιδάλης: Υπόδειγμα συνέπειας και αυτοθυσίας – Ένα από τα πιο φριχτά εγκλήματα που γνώρισε ο τόπος
